- ἁρμονίαν
- ἁρμονίᾱν , ἁρμονίαmeans of joiningfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἁρμονίαν — Ἁρμονίᾱν , Ἁρμονίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гармония сфер — Гармония мира, 1806 г. Гармония сфер, гармония мира (греч. ἁρμονία ἐν κόσμῳ, ἡ τοῦ παντὸς ἁρμονία; лат. harmonia mundi, harmonia universitatis и др.), мировая музыка (лат … Википедия
Heraclitus — Infobox Philosopher region = Western Philosophy era = Ancient philosophy color = #B0C4DE image caption = Heraclitus by Johannes Moreelse. The image depicts him as the weeping philosopher wringing his hands over the world and the obscure dressed… … Wikipedia
Лад (музыка) — У этого термина существуют и другие значения, см. Лад. Лад одно из главных понятий русской музыкальной науки, центральное понятие в учении о гармонии. Содержание 1 Определение лада 2 Принципы лада … Википедия
Λοκριστί — (Α) [λοκρός] επίρρ. κατά τον τρόπο τών Λοκρών («δεῑ δὲ τήν ἁρμονίαν εἶδος ἔχειν ἤθους ἢ πάθους καθάπερ ἡ λοκριστί», Αθήν.) … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη … Dictionary of Greek
υπερμιξολύδιος — ον, Α μουσ. αυτός που έχει συντεθεί κατά μουσικό τρόπο οξύτερο τού μιξολυδίου («ὑπερμιξολύδιον ἁρμονίαν», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μιξολύδιος (ἁρμονία) «ένας από τους οκτάχορδους τρόπους τού διατονικού γένους»] … Dictionary of Greek
χυμίζω — (I) Α [χυμός] μτφ. καθιστώ εύχυμο, κάνω πιο νόστιμο, πιο ευχάριστο κάτι («ἁρμονίαν ἐχύμισαν», Αριστοφ.). (II) και χοιμίζω και χιμίζω και χουμίζω Ν βλ. χυμώ … Dictionary of Greek
χωνεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α [χοάνη/χώνη] 1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο 2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης νεοελλ. 1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) α) (για ξύλα… … Dictionary of Greek